- άπνευστος
- ἄπνευστος, -ον (Α)1. αυτός που δεν αναπνέει2. αυτός που δεν τον χτυπούν οι άνεμοι3. αυτός που δεν έχει ζωή, νεκρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄπνευστος — breathless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνεύστως — ἄπνευστος breathless adverbial ἄπνευστος breathless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπνευστον — ἄπνευστος breathless masc/fem acc sg ἄπνευστος breathless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνευστοτάτους — ἄπνευστος breathless masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνευστότατοι — ἄπνευστος breathless masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνεύστοιο — ἄπνευστος breathless masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνεύστοις — ἄπνευστος breathless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνεύστοισι — ἄπνευστος breathless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνεύστοισιν — ἄπνευστος breathless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… … Dictionary of Greek